κουστουμιασμένος

κουστουμιασμένος
κουστουμιασμένος, -η, -ον (Μ)
συνηθισμένος σε κάτι, μαθημένος, αυτός που ακολουθεί τη συνήθεια, το έθιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *κουστουμιάζομαι < κουστούμιν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”